Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Να σταματήσουν οι απελάσεις, να νικήσει η αλληλεγγύη

Στις 18 Μαρτίου υπογράφηκε η γνωστή πλέον σε όλους μας συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας όσον αφορά το ζήτημα του προσφυγικού και την αντιμετώπιση του από πλευράς των δυο μερών. Πρόκειται για μια συμφωνία ντροπή η οποία έχει καταδικαστεί από πλήθος διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων και διεθνών οργανισμών, ακόμα και από το Βατικανό (!), και η οποία ουσιαστικά καταργεί στην πράξη, για πρώτη φορά μετά την υπογραφή της το 1949, τη Συνθήκη της Γενεύης  καθώς αντιμετωπίζει το προσφυγικό ως ένα πρόβλημα που πρόεκυψε στην «πόρτα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο προσπαθεί να αποφύγει  και τους ίδιους τους πρόσφυγες ως βαρίδια που δεν μπορεί να ανεχτεί. Στην πραγματικότητα βέβαια, το ζήτημα του προσφυγικού δεν είναι πρόβλημα για κανέναν άλλο πέρα από τους ίδιους τους πρόσφυγες, οι οποίοι αναγκασμένοι από τις συνθήκες πολέμου, τους βομβαρδισμούς, τις επεμβάσεις και τα παιχνίδια συμφερόντων που διεξάγουν η ΕΕ, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους, αναζητώντας είτε μια αξιοπρεπή ζωή, είτε ακόμα και την ίδια την επιβίωση τους .

Τι προβλέπει όμως αυτή η συμφωνία ? Πρώτα απ’ όλα εισάγει τον όρο «παράτυποι μετανάστες», λες και υπάρχουν παράτυποι άνθρωποι, προβλέπει επαναπροωθησεις  για  όσους πρόσφυγες  έχουν περάσει σε ελληνικό έδαφος και είτε δεν έχουν υποβάλει αίτημα ασύλου, είτε αυτό έχει απορριφθεί από τις ελληνικές αρχές και την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ανταλλαγές προσφύγων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ 1 προς 1, ενώ χαρακτηρίζει την Τουρκία ως ασφαλή χώρα υποδοχής, την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό της Τουρκίας καθιερώνεται καθεστώς τρομοκρατίας, λογοκρισίας στον Τύπο και φυλακίσεων αντιφρονούντων, για να μην ξεχνάμε και τις σχέσεις έμμεσης στήριξης της Τουρκίας προς το κράτος  του ISIS. Όλα τα παραπάνω συνοψίζουν μια προς διαμόρφωση κατάσταση, όπου χιλιάδες προσφύγων είτε κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν εντος του ελληνικού εδάφους, ενώ η πρόθεση τους είναι να μεταβούν σε χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, είτε αντιμετωπίζονται ως μπαλάκι στο διπλωματικό παιχνίδι Τουρκίας και ΕΕ, ενώ παράλληλα ο χαρακτηρισμός τους ως «παράτυποι μετανάστες», πέρα από απάνθρωπος και αντίθετος με τη Σύμβαση της Γενεύης, διαμορφώνει γόνιμο έδαφος για την περαιτέρω καλλιέργεια του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του φασισμού στην, ήδη ταλαιπωρημένη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας και αυταρχισμού  της ΕΕ, γηραιά ήπειρο.

Παρά τα σχέδια και τις προβλέψεις των κυριάρχων όμως, βλέπουμε παράλληλα και ένα πλατύ κύμα και κίνημα αλληλεγγύης να έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα σε ολόκληρη την Ελλάδα από φορείς, πολιτικές συλλογικότητες του κινήματος, πρωτοβουλίες, αυτοοργανωμενες δομές, κινήματα αλλά και απλούς καθημερινούς ανθρώπους οι όποιοι δεν πτοήθηκαν από το ρατσιστικό δηλητήριο που επιχείρησε να χύσει η ακροδεξιά και τα κόμματα του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου.
Πρόκειται για ένα κίνημα αλληλεγγύης που δείχνει ότι η χειμαζόμενη από την κρίση και τις πολιτικές του κεφαλαίου και των κυβερνήσεων του μνημονίου ελληνική κοινωνία έχει αναπτυγμένο σε σημαντικό βαθμό το αίσθημα της αλληλεγγύης απέναντι σε αυτόν που έχει ανάγκη και ότι υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες δράσης και διεκδίκησης παρά και κόντρα στα σχέδια τόσο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και των υπολοίπων συστημικών κομμάτων (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων, Χρυσή Αυγή), όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.

Φυσικά όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και στο ζήτημα της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες υπάρχουν οι δυο όψεις του νομίσματος. Από τη μια αυτή της έμπρακτης αλληλεγγύης, τόσο υλικής όσο πολιτικής μέσω της στήριξης και συμμετοχής στη διεκδίκηση των δικαίων αιτημάτων των προσφύγων για άνοιγμα των συνόρων, πτώση του φραχτη του Έβρου, ελεύθερη-ασφαλή πρόσβαση και μετακίνηση, παροχή άσυλου κοκ. Από την άλλη υπάρχει και η όψη της «φιλανθρωπίας» από πλευράς διαφόρων ειδών και θολού περιεχομένου ΜΚΟ, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, της εκκλησιάς, επιχειρηματιών όπως η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, πολιτικών και κόμματων οι όποιοι σπεύδουν να αποσπάσουν πολιτική και προσωπική υπεραξία αλλά ακόμα και ίδιον οικονομικό όφελος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τις φιέστες και τις φωτογραφίσεις προ ολίγων ημερών στο λιμάνι του Πειραιά με πρόσφυγες από «περσόνες» όπως επιχειρηματίες, τραγουδιστές, δημάρχους και μητροπολίτες ή επιχειρηματίες οι οποίοι δεν δίστασαν να αντιμετωπίσουν τους πρόσφυγες ως ευκαιρία για εύκολο κέρδος πουλώντας το μπουκαλάκι του νερού 3 ευρώ, την πρόσβαση σε τουαλέτα προς 8 ευρώ κοκ.

Ακόμα, δεν πρέπει να παραβλέπουμε και το τι συμβαίνει στην περίπτωση του δικού μας χώρου, του ΔΠΘ, όπου συγκεκριμένα η παράταξη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ αρνείται και σαμποτάρει οποιαδήποτε απόπειρα έμπρακτης αλληλεγγύης από πλευράς του συλλόγου Νομικής προς τους πρόσφυγες και τοποθέτησης του πάνω στο ζήτημα, σε όλα τα όργανα του συλλόγου, από το ΔΣ μέχρι τις γενικές συνελεύσεις, αποδεικνύοντας πως ακόμα και στο συγκεκριμένο ζήτημα όπου οφείλει να τοποθετηθεί κάθε σύλλογος, σωματείο, μαζικός φορέας κλπ, η ΔΑΠ είναι για άλλη μια φορά το φερέφωνο της ρατσιστικής και ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας. Συν τοις άλλοις, υπάρχει και η παράταξη της ΑΝΟΚ, η όποια βλέπουμε συχνά πυκνά να επιδίδεται στο προσφιλές τελευταία σπορ της φιλανθρωπίας, συλλέγοντας πρώτης ανάγκης για τους προσφυγές, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι στα όργανα του ΣΦ Νομικής συντάθηκε πλήρως με τη γραμμή της ΔΑΠ για «ουδεμία ενασχόληση με το ζήτημα των προσφύγων», αποφεύγει οποιαδήποτε τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα και στην ανάγκη καταδίκης των πολέμων και επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή και ουσιαστικά επαναφέρει το ζήτημα αποστειρωμένο από τα «πως και γιατί φτάσαμε ως εδώ», προκειμένου να προβάλει ένα ανθρωπιστικό προσωπείο προς τον σύλλογο, να αποσπάσει πολιτική υπεραξία σαν καλή παλαιοκομματικού τύπου παράταξη που είναι, να δημιουργήσει εντυπώσεις και κυρίως να αλιεύσει ψηφαλάκια ανάμεσα στη φοιτητική κοινότητα.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τα παραπάνω είναι πολλά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια καταπιεστική δομή, δημιουργημένη μόνο για να εξυπηρετεί και να επιβάλλει την όξυνση της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας με κάθε κόστος. Και ξεχνάει γρήγορα. Οι διεθνείς συνθήκες που καταπατούνται δεν θα έπρεπε να εφαρμόζονται  μόνο σε ένα πλαίσιο κανονικότητας, αλλά να λειτουργούν ως διασφάλιση ότι οι κατατρεγμένοι-ες αυτής της γης δεν θα βιώνουν τον θάνατο και τον διωγμό χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς.

Αλλά για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε εμπρός στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης από τις ακραίες και μισαλλόδοξες φωνές.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι άμοιρη ευθυνών σε αυτή τη κατάσταση. Η διαιώνιση της πολιτικής κλειστών συνόρων και η αυξανόμενη στρατιωτικοποιήση τους, τα κέντρα “φιλοξενίας”, με τις κάκιστες συνθήκες διαβίωσης, η πλήρης σύμπνοια με τις αποφάσεις της ΕΕ, μαρτυρούν μια πραγματικότητα πολύ μακριά από το ανθρωπιστικό προσωπείο που προβάλει η κυβέρνηση. Απέναντι σε αυτά, η φοιτητική κοινότητα και συνολικά η κοινωνία οφείλει να κλιμακώσει την εμπλοκή της στις πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και να αναδείξει αιτήματα που στέκονται στο πλευρό των προσφύγων ενάντια στις διαρκώς αυξανόμενες ξενοφοβικές φωνές (βλ. Άνοδος ακροδεξιάς σε Γερμανία, Γαλλία).Να ορθώσει, δηλαδή, το διαρκές και πάγιο αίτημα για ανοιχτά σύνορα, ανεμπόδιστη μετακίνηση, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, ένταξης, εργασίας και δικαιώματα για όλους τους πρόσφυγες, οικονομικούς και πολιτικούς.

Στον αγώνα αυτό, οφείλουμε να αρθρώσουμε την αντίσταση μας στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και να εμποδίσουμε στη πράξη τις απελάσεις, όπως και όπου χρειάζεται, προτάσσοντας την έμπρακτη αλληλεγγύη και διεκδίκηση.

Γι αυτό και ως Αριστερή Ενότητα θεωρούμε ότι ο Σύλλογος Φοιτητών θα πρέπει με τη σειρά του να πάρει θέση μέσα από τα όργανα του και την έμπρακτη στάση των μελών του σε αυτό το κομβικής σημασίας ζήτημα για ολόκληρη την κοινωνία.